- κελαινόρ(ρ)ινος
- κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελα-ρρινός, πολύ-ρρινος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.